γύρου
Смотреть что такое "γύρου" в других словарях:
γυροῦ — γῡροῦ , γυρός rounded masc/neut gen sg γυρόω make round pres imperat mp 2nd sg γυρόω make round imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γύρου — γύ̱ρου , γῦρος ring masc gen sg γυρόω make round pres imperat act 2nd sg γυρόω make round imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλαμηγός — Σκάφη διαφόρων τύπων, από τους μικρούς ιστιοφόρους κέρκουρους έως τα πολυτελή ιστιοφόρα και ντιζελοκίνητα σκάφη ψυχαγωγίας. Συνηθέστερα ονομάζονται γιοτ, από την αγγλική ονομασία yαcht. Μια θ. με πανιά εφοδιάζεται συνήθως και με βοηθητική μηχανή … Dictionary of Greek
ποδήλατο — Όχημα με δύο τροχούς ίσης διαμέτρου, εφοδιασμένους με ελαστικά και τοποθετημένους σε μεταλλικό πλαίσιο. Το π. κινείται από τη μυϊκή δύναμη των ποδιών του ατόμου το οποίο το χρησιμοποιεί. Η δύναμη προώθησης μεταδίδεται στον πίσω τροχό με μια… … Dictionary of Greek
στροβοσκόπιο — Όργανο που αποτελείται από έναν δίσκο από χαρτόνι, που έχει στο εξωτερικό άκρο του έναν κάθετο κυλινδρικό γύρο, επίσης από χαρτόνι. Στο εσωτερικό του γύρου αυτού έχουν απεικονιστεί διάφοροι, στη σειρά, στάσεις ενός αντικείμενου που κινείται ή… … Dictionary of Greek
τριγύρω — ΝΜ και τριγύρα και τριγύρου και τρογύρω Ν επίρρ. γύρω γύρω, ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, το επίρρ. τριγύρω έχει σχηματιστεί από το επιτατ. τρι * και το επίρρ. γύρω (για την επίταση στη λ. πρβλ. τη φρ. γύρου τριγύρου).… … Dictionary of Greek
Αγίου Γεωργίου, δήμος — Ονομασία δύο δήμων. 1. Νέος δήμος (5.466 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Ασπροβάλτας και Βρασνών, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο οικισμός Ασπροβάλτα … Dictionary of Greek
Αγκόλα — Κράτος της ΝΔ Αφρικής.Συνορεύει στα Β και ΒΑ με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (πρώην Ζαϊρ), στα Α με τη Ζάμπια, στα Ν με τη Ναμίμπια, ενώ Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Α. εκτείνεται στα νότια της λεκάνης του ποταμού Κονγκό στη ΝΔ Αφρική … Dictionary of Greek
Ευρωπαϊκή Ένωση — (ΕΕ).Ευρωπαϊκός υπερεθνικός οργανισμός. Στόχος του είναι η οικονομική ολοκλήρωση και η πολιτική συνεργασία των μελών του. Αποτελεί το διάδοχο σχήμα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, που η ιστορία της ξεκινά με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας… … Dictionary of Greek
Ντιμόν ντ’ Ουρβίλ, Ζιλ Σεμπαστιάν Σεζάρ — (Jules Sebastien Cesar Dumont d’Urville, Κοντέ σιρ Νουαρό 1790 – Βερσαλίες 1842). Γάλλος θαλασσοπόρος και εξερευνητής. Πήρε μέρος σε διάφορες επιστημονικές αποστολές στη Μεσόγειο, στον Ειρηνικό και στις ανταρκτικές θάλασσες, διεξάγοντας… … Dictionary of Greek
Τρουμπέττας — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ.) του νομού Κερκύρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καστελλάνων Γύρου … Dictionary of Greek